Ας δεχτούμε ότι ο καθένας ξεκινάει το γυμναστήριο για τους δικούς του λόγους. Δεν είναι αυτονόητο ότι ο πρωταρχικός σκοπός όσων μπαίνουν στο gym είναι η σωματικη βελτίωση. Ο συγκεκριμένος πληθυσμός επιλέγει χώρο άθλησης ανάλογα με τις προσωπικές του ανάγκες.
Για τον υπόλοιπο κόσμο, που στοχεύει πρωτίστως στη βελτίωση της σωματικής εικόνας, το κριτήριο επιλογής του χώρου άθλησης πρέπει να είναι η ποιότητα προπόνησης.
Όταν ένα άτομο θέλει να κουρευτεί επιλέγει τον – κατά τη γνώμη του – καλύτερο κομμωτή. Ποτέ κανένας δεν κουρεύτηκε με κριτήριο το καλύτερο ψαλίδι ή την καλύτερη χτένα. Όλοι αξιολογούν την υπηρεσία και το αποτέλεσμα.
Το Coaching είναι υπηρεσία. Ένα άτομο δεν οδηγείται στη μέγιστη βελτίωση από το βαράκι, τον διάδρομο, την ταμπέλα του gym, τη μάρκα του μηχανήματος ή από τη συνδρομή του. Η βελτίωση εξαρτάται από την ποιότητα του προγράμματος και από τον άνθρωπο που σε καθοδηγεί.
Το γυμναστήριο είναι οι trainers και τα αποτελέσματά τους, όχι ο εξοπλισμός .
Με αυτή τη συλλογιστική θα ήταν σοφότερο ένα άτομο να μην ψάχνει γυμναστήριο να γραφτεί αλλά προπονητή να τον προπονήσει. Αν ο προπονητής που εμπιστεύεται κάποιος εργάζεται στο gym των 69€ το χρόνο , κανένα πρόβλημα.
Αν κριτήριο παραμένει ο χώρος και όχι ο Coach να μην απορεί κανένας για την έλλειψη αποτελεσμάτων. Αν κριτήριο είναι τα ψαλίδια και όχι ο κομμωτής, να μη δυσανασχετεί κανένας για την ποιότητα του κουρέματος.
Σε έκθεσή της η Eurostat (2014) μας ενημερώνει ότι το 48% των Ελληνίδων και το 66% των Ελλήνων (3οι στην Ευρώπη) θεωρούνται υπέρβαροι. Αν ξεκινήσουμε να επιλέγουμε γυμναστές και όχι γυμναστήρια σίγουρα θα βρεθούμε σε καλύτερη μοίρα.